λοχμώδεις

λοχμώδεις
λοχμώδης
overgrown with bushes
masc/fem acc pl
λοχμώδης
overgrown with bushes
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοχμώδης — ες (Α λογμώδης, ῶδες) [λόχμη] 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολλές λόχμες 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, δασύς σαν λόχμη, σύνδενδρος, θαμνώδης, πυκνοφυτεμένος αρχ. 1. (για υδροχαρή φυτά) αυτός που εξαπλώνεται και σχηματίζει λόχμη («φύονται δ ἐξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”